- εὐκρίτως
- εὔκριτοςeasy to decideadverbialεὔκριτοςeasy to decidemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благолоучити — БЛАГОЛОУЧ|ИТИ (1*), ОУ, ИТЬ гл. Делать понятным, легко доступным: здѣ же на кое требованиѥ. ни преже страсти ни враждою ни небрегуще. в делесны(х) молюсѩ. но не по зазору б҃ию. бл҃голучаще и бл҃госвѣтующе (εὐκρίτως) ФСт XIV, 4а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εύκριτος — εὔκριτος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που κρίνεται δίκαια αρχ. 1. αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να κρίνει εύκολα, να αποφανθεί εύκολα («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», Αισχύλ.) 2. αυτός τον οποίο διακρίνει κάποιος εύκολα, ο ολοφάνερος («εὔκριτόν ἐστιν… … Dictionary of Greek